διαβεβηκότων

διαβεβηκότων
διαβαίνω
stride
perf part act masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατάκτηση — η (AM κατάκτησις) [κατακτῶμαι] 1. η απόκτηση, η κυριότητα, η επιτυχία μετά από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η κατάκτηση τού πλούτου» β. «η κατάκτηση τού διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς κατάκτησις», Φιλόδ.) 2. η επιβολή δύναμης με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”